-
1 кофта
кофта, кофточка ж η μπλούζα, η ζακέτα· вязаная \кофта η πλεχτή ζακέτα* * *ж = кофточкаη μπλούζα, η ζακέταвя́заная ко́фта — η πλεχτή ζακέτα
-
2 жакет
-
3 куртка
куртка ж το σακάκι- το μπουφάν, η ζακέτα (женская)* * *жτο σακάκι; το μπουφάν, η ζακέτα ( женская) -
4 ватник
ватникм ἡ ζεστή ζακέτα, τό σακκάκι ντουμπλαρισμένο μέ βάτα. -
5 куртка
курткаж ἡ ζακέτα, τό σακκάκι, ἡ πατατούκα, ὁ σαγιάς. -
6 надевать
надеватьнесов φορώ, βάζω, περνῶ:\надевать шу́бу βάζω τή γούνα· \надевать шляпу βάζω τό καπέλλο μου· \надевать платье φορῶ τό φουστάνι· \надевать в рукава περνῶ τά μανίκια· \надевать жакет внакидку ρίχνω τή ζακέτα στους ὠμους· \надевать кольцо βάζω τό δαχτυλίδι, περνῶ τό δαχτυλίδι· \надевать очки́ βάζω τά γιαλιά μου· \надевать траур φορῶ πένθος, μαυροφορώ. -
7 жакет
[ζακέτ] ουσ. α ζακέτα -
8 кофта
[κόφτα] ουσ. θ. μπλούζα, ζακέτα -
9 жакет
[ζακέτ] ουσ α ζακέτα -
10 кофта
[κόφτα] ουσ θ μπλούζα, ζακέτα -
11 безрукавка
-и θ.μπλούζα ή ζακέτα χωρίς μανίκια. -
12 жакет
-а α.1. παλ. ο ζακές, το ζακέ.2. ζακέτα. -
13 трикотажный
См. также в других словарях:
ζακέτα — η 1. εξωτερικό ανδρικό, γυναικείο και παιδικό ένδυμα που περιβάλλει τον κορμό και κλείνει στο στήθος με κουμπιά 2. σπαν. ο ζακές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. jaquette < jaque (< αραβ. schakk) με την υποκοριστική κατάλ … Dictionary of Greek
ζακέτα — η (λ. γαλλ.), ένδυμα, συνήθως πλεκτό, που φοριέται από γυναίκες και άντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζάκα — η, Ν χειμωνιάτικη, χοντρή γυναικεία ζακέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giacca «ζακέτα»] … Dictionary of Greek
ανοράκ — το λ. από τη γλώσσα των Εσκιμώων αδιάβροχη κοντή ζακέτα με κουκούλα, συνήθως με επένδυση, για να είναι πιο ζεστή … Dictionary of Greek
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek
δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ζακές — ο και ζακέ, το είδος επίσημου ανδρικού εξωτερικού ενδύματος, σχιστού στο πίσω μέρος, που φθάνει περίπου ώς την κάμψη τών γονάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jaque μάλλον παρά jaquette (πρβλ. και ζακέτα)] … Dictionary of Greek
ρεγκλάν — και ραγκλάν, το, Ν επανωφόρι ή ζακέτα με ριχτά μανίκια, τα οποία δεν έχουν κοπεί και ραφεί χωριστά, ούτε έχουν προστεθεί εκ τών υστέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raglan, από το όν. τού Βρετανού στρατάρχη F. J. Η. Somerset, Baron Raglan] … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek